- οιωνικός
- οἰωνικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους οιωνούς2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνικήη οιωνοσκοπία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… … Dictionary of Greek